Ένα θέμα συζήτησης που πέφτει συχνά στο τραπέζι στοιχηματζήδων, στη σύγχρονη στοιχηματική εποχή, είναι το πότε ποντάρουμε. Ποιο χρονικό σημείο, από το άνοιγμα των αποδόσεων μέχρι τη σέντρα (το live είναι άλλο κεφάλαιο), είναι το βέλτιστο για στοίχημα, σε συνάρτηση με το μακροχρόνιο ισοζύγιο του παίκτη.
Δεδομένης της σύγχρονης συμπεριφοράς της αγοράς, με τις οξείες, μαζικές και, συχνά, μεγάλες διακυμάνσεις των αποδόσεων, όντως, το συγκεκριμένο ζήτημα έχει αναχθεί σε ένα απ’ τα κεντρικά διλήμματα.
Αλυσίδα από value bet
Προτού, ωστόσο, καταθέσω τη δική μου οπτική, θα ήθελα να διευκρινίσω κάτι. Όταν λέμε στοιχηματζήδες τι εννοούμε; Ή, τουλάχιστον, τι εννοώ εγώ. Κατ’ εμέ, λοιπόν, στοιχηματζής είναι ο οποιοσδήποτε παίκτης παίζει στοίχημα με κίνητρο την ευχαρίστηση και το κέρδος, με μια διάθεση βελτίωσης, αλλά και με μια σταθερή φαντασίωση επικράτησης στο παιχνίδι. Επικράτησης με όρους καθαρά στοιχήματος, δηλαδή με όρους πιθανοτήτων (αποδόσεων) και γκανιότας.
Στοιχηματζής, κατ’ εμέ, είναι αυτός που προσπαθεί (και μπορεί, ίσως) να νικήσει σαν ανεξάρτητος παίκτης, ακολουθώντας μια προσωπική του μέθοδο συλλογιστικής/επιλογής, μακροχρόνια, με ικανότητα επανάληψης/συνέχειας, στο στοίχημα. Αυτός που προσπαθεί να εντοπίσει, διατηρώντας τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μια αλυσίδα σημείων που αποτελούν value bet.
Σε οποιοδήποτε market, σε οποιοδήποτε είδος εφαρμογής του στοιχήματος (ποδόσφαιρο, τένις, e-sports, εκλογές κ.ο.κ.), με οποιαδήποτε μέθοδο επιλογής – αυτά είναι μεταβλητά. Αυτό που ζητώ προσωπικά, όμως, για να μιλήσω για στοιχηματζή είναι τα παραπάνω στοιχεία. Διάθεση για βελτίωση, στόχο/φαντασίωση επικράτησης με όρους στοιχήματος, αυτονομία, μακροχρόνια βάση, επανάληψη/συνέχεια.
Στοίχημα ή Τζόγος;
Όλα αυτά προκειμένου να διαχωρίσω τον στοιχηματζή από κάποιες άλλες μορφές παικτών, την πιο παραδοσιακή του στυγνού τζογαδόρου και τη σύγχρονη και εκφυλισμένη του surebetάκια, του κυνηγού στημένων, του earlybetάκια, χωρίς ιδέα θεωρίας ή κάποιου συγκεκριμένου πεδίου (π.χ. ενός πρωταθλήματος, ενός αθλήματος κτλ.), σε χονδροειδώς λάθος αποδόσεις τυχαίων μπουκμέικερ σε εξωτικά πρωταθλήματα και νομίζω έγινα κατανοητός.
Ανεξάρτητα από το κέρδος που μπορεί να έχουν αυτές οι κατηγορίες παικτών – πολλές φορές, με πολύ κόπο και ενδεχόμενο ξεπούλημα μεγάλου μέρους του καθημερινού χρόνου, είναι σημαντικό, δεν το αρνούμαι, ίσως και σίγουρο – σύμφωνα με τη δική μου θεώρηση, δεν ανήκουμε στον ίδιο χώρο και δε μπαίνω σε οποιαδήποτε συζήτηση για στοίχημα – τι να συζητήσουμε, άλλωστε; Πρώτα απ’ όλα, υπηρετώ μια συγκεκριμένη ιδέα και επιστήμη, το στοίχημα, και το όραμά μου ήταν και θα είναι να είμαι ο χημικός ή φαρμακοποιός που εφευρίσκει ένα ψυχοτρόπο χάπι και όχι ο χρήστης του.
Στοίχημα στη ρωγμή του Χρόνου
Επιστρέφω, λοιπόν, στο θέμα του χρονισμού των πονταρισμάτων, όπου η άποψή μου βασίζεται σε έναν μάλλον απλό συλλογισμό. Θα χρησιμοποιήσω σαν παράδειγμα το Μπάροου-Σουίντον, όπου έχω ποντάρει κιόλας (βλ. παρακάτω). Στις 04:28 ο άσος ήταν στο 2,46, δηλαδή στο 39,37% πιθανότητα, με βάση την γκανιότα του μπουκ που χρησιμοποιώ στο παράδειγμα, στις 06:05 ήταν στο 2,60, δηλαδή στο 37,19% και στις 09:05 ήταν στο 2,45, δηλαδή ξανά στο 39,5%, περίπου.
Αυτό το παράδειγμα, βέβαια, είναι αρκετά σοφτ, υπάρχουν πολύ πιο βαρβάτα τέτοια. Η βάση του συλλογισμού μου είναι η εξής: Χωρίς να το αποκλείω, θεωρώ εξαιρετικά αμφίβολο, μέσα σε διάστημα μιάμισης ώρας να συνέβη το οτιδήποτε που άλλαξε πραγματικά την πιθανότητα του άσου κατά 2% και μάλιστα μετά υπήρξε ξανά μια τόσο δραστική εξέλιξη που το ξαναέφερε στο 39,5%.
Η σκέψη αυτή οδηγεί επαγωγικά στο ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο ως πρακτικά αδύνατο – τελοσπάντων, παίρνω το ρίσκο της αμφιβολίας – ο άσος να έχει ταυτόχρονα πραγματική πιθανότητα 39,5% και 37,2%. Συνεχίζοντας την επαγωγή, προκύπτει πως σίγουρα μια – ίσως και οι δυο, δεν ξέρουμε ποτέ με βεβαιότητα τη σωστή απόδοση – απ’ τις δυο αποδόσεις είναι στατιστικά λάθος, το οποίο σημαίνει πως σε ένα απ’ τα δυο στιγμιότυπα μάλλον υπήρχε κάποιο value bet Χ ποσοστού.
Για να τα μαζέψω, εν αρχή ην το δικό μας «σωστό» σετ αποδόσεων, όπως συνάγεται/υπολογίζεται απ’ την προσωπική μας μεθοδολογία-συλλογιστική. Αυτό το σετ, εκτός αν προκύψει κάτι που επηρεάζει σοβαρά, είναι σχετικά σταθερό, τουλάχιστον ως προς τα δεδομένα που μπορεί να φτάσουν στα αυτιά ή μάτια ενός στοιχηματζή. Είτε έχουμε δίκιο είτε όχι, για μας αυτό είναι το σωστό σετ. Με βάση αυτό το σετ, συνεπώς, κάνουμε μια σύγκριση με τα τρέχοντα σετ της αγοράς, με τα εκάστοτε στιγμιότυπα της αγοράς.
Value Bet και Συμπεριφορά Αγοράς
Αν υπάρχει επαρκής – όπως την μετράει και με βάση τα όρια και τις δικλείδες που θέτει ο καθένας – διαφορά μεταξύ του σετ μας και της αγοράς σε ένα στιγμιότυπο, τότε έχουμε value bet και αυτό δεν αλλάζει αν η τιμή πέσει ή ανέβει στην πορεία. Σίγουρα, το να ανέβει η απόδοση ίσως μας δείχνει πως θα μπορούσαμε να αγοράσουμε μεγαλύτερη αξία ή ίσως μας δείχνει πως αμφισβητείται κάπως το αν αγοράσαμε αξία.
Αντίστοιχα, το να πέσει μας δείχνει πως ίσως αγοράσαμε τη μέγιστη δυνατή αξία ή αποτελεί ένα «προσύμφωνο» της αγοράς πως παίξαμε value bet. Ωστόσο, άπαξ και στο στιγμιότυπο που ποντάραμε το δικό μας σετ είχε διαφορές με το τρέχον, εμέις έχουμε πάρει θέση, έχουμε επιλέξει ένα, κατά τη γνώμη μας, value bet και εκεί λήγει η συζήτηση.
Τώρα, αν κάποιος μελετήσει και μάθει να διαβάζει τη συμπεριφορά της αγοράς, ώστε να καταφέρνει να αγοράζει τις μέγιστες δυνατές αποδόσεις, είτε αυτό είναι πολύ νωρίς είτε στην πορεία, αυτό φυσικά προσμετράται στα συν. Είναι δύσκολο έργο, πάντως, γι’ αυτό και περιορίζω την υποχρέωση ενός στοιχηματζή να προβληματίζεται για το αν πόνταρε value σε ένα συγκεκριμένο στιγμιότυπο και με βάση αυτό να κρίνει.
Όχι με το αν ανέβηκε η απόδοση ή κατέβηκε. Αν μια τιμή έπεσε και πλέον δεν έχει αποστάσεις απ’ τη δική μας αυτό δε σημαίνει τίποτα. Το αφήνουμε και θα έρθουν νέες ευκαιρίες και νέα πονταρίσματα στην αέναη στοιχηματική μας αλυσίδα. Αυτό που θέλουμε είναι στην οποιαδήποτε σύγκριση στιγμιοτύπων να επιλέγουμε αυτό που, για τη δική μας μεθοδολογία, αποτελεί value bet.
Betwork Value Bet: UK Coupon
Η κλασική χειμερινή κακοκαίρια στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει θρυμματίσει το πρόγραμμα των League Two και National League, γι’ αυτό και τα πονταρίσματά μου έχουν αραιώσει αρκετά. Την Τρίτη είχα ποντάρει δυο σημεία στη National League, αλλά και τα δυο αναβλήθηκαν, προτού προλάβω να συντάξω κείμενο.
Αναβολές έχουμε ήδη και στο αυριανό πρόγραμμα, όπου έχω ποντάρει τρία σημεία – για την ώρα δεν έχει βγει αναβολή, όμως ο καιρός δε μου φαίνεται ευνοϊκός. Όπως και να ‘χει, τα παραθέτω.
SWINDON +0.25 @ 1,94 (BARROW-SWINDON)
Το πάτημά μου εδώ ήταν οι δυο τελευταίες εμφανίσεις των ομάδων, όπου έκρινα πως πίσω απ’ το 0-0 της Σουίντον με τη Γουίμπλεντον κρυβόταν μια θετική ενέργεια, παρότι κατέβηκε με απουσίες η Σουίντον (πήρα το ρίσκο μήπως έχει και κάποια/ες επιστροφή/ές), και το 5-0 της Μπάροου από τη Στίβενεϊτζ, που υπενθύμισε σχετικά πως η ομάδα του Γουίλντ έχει ένα κάποιο ταβάνι. Σε συνδυασμό με τη γενικότερη πρόσφατη εικόνα τους στα χαρτιά μου και τις αποδόσεις που έτρεχαν αρχικά, θεώρησα πως έχω ένα υποψήφιο value bet.
LEYTON ORIENT -0.5 @ 1,86 (LEYTON ORIENT-SUTTON)
Η Σάτον είναι μια σταθερή μετριότητα εδώ και έξι-εφτά αγωνιστικές και η Όριεντ, που παίζει, με λίγες εξαιρέσεις, σε σταθερά καλό επίπεδο φέτος, θεωρώ πως έχει καλύτερες πιθανότητες απ’ όσες υποδεικνύουν τα σετ της αγοράς. Στο στιγμιότυπο που έπαιξα, βέβαια, δεν αγόρασα τη βέλτιστη απόδοση, αφού πλέον είναι άνω του 1,90 ο άσος, αλλά στο 1,86 έκρινα πως υπήρχε ψωμί, οπότε το πόνταρα.
OLDHAM -0.25 @ 2,00 (OLDHAM-GATESHEAD)
Με την Όλνταμ ασχολούμαι συχνά τελευταία, αφού οι εμφανίσεις της, εδώ και ένα διάστημα, δείχνουν πως επιφυλάσσει μια ενδεχόμενη σειρά θετικών αποτελεσμάτων. Σε αντίθετη φάση η Γκέιτσχεντ, που έχει χάσει την οξυδέρκεια των πρώτων εμφανίσεων και για την οποία έχω πολύ καιρό να καταγράψω μια πραγματικά καλή εμφάνιση.
Χαιρετώ!