Μπορεί να το(ν) έχετε δει, μπορεί και όχι. Μια πόλη πάντως άλλαξε εντελώς και για πάντα εξαιτίας του: Νέα-πόλη. Είναι εμπειρία ζωής το να επισκεφτείς τη Νάπολη. Και φυσικά αναπόσπαστο κομμάτι του κάθε οδοιπορικού να βρεθείς σε αυτό το σημείο.
Η μισή ταυτότητα της πόλης κατάγεται από το ποιος ήταν και είναι (και θα είναι) ο Ντιέγκο. Νυν και αεί. Η άλλη μισή πατάει σε αυτό που ήταν, είναι και θα είναι η Νάπολη. Πριν και μετά τον Μαραντόνα.
Και δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη αποτύπωση για την επιδραστικότητα του στην πόλη και στις ψυχές των ανθρώπων από εκείνη την έκθεση μαθητή δημοτικού σχολείου του Αρζάνο*:
“Όταν αυτός έβαζε γκολ, οι ανάπηροι κουνούσανε τις γάμπες τους στα καροτσάκια τους και, για μια στιγμή τους φαινότανε ότι τρέχανε στο χορτάρι. Και αυτό είναι σχεδόν θαύμα…”
* Εγώ ελπίζω να τη βολέψω, Εξήντα εκθέσεις παιδιών Δημοτικού ανθολογημένες και φροντισμένες από τον δάσκαλο Μαρτσέλο Ντ΄ Όρτα,
Θέμα: Η Νάπολι πήρε το πρωτάθλημα. Τι συναισθήματα σας προκαλεί αυτή η νίκη;
Για να λέμε την αλήθεια εγώ δεν είμαι ακριβώς από τη Νάπολι, γιατί γεννήθηκα στο Σαν Τζόρτζο του Κρεμάνο, κοντά στη Νάπολι. Παίρνουμε τον πρώτο περιφερειακό, μετά την εθνική για το Σαν Τζόρτζο του Κρεμάνο, και βγαίνουμε στο Σαν Τζόρτζο του Κρεμάνο. Ο πατέρας μου όμως ήτανε από τη Νάπολι, βγαίνουμε στο Καποντικίνο. Η μητέρα μου από την οδό Ντουόμο. Μετά ήρθαμε στο Αρζάνο. Εγώ ήμουνα πολύ ευτυχισμένη που η Νάπολι πήρε το πρωτάθλημα, γιατί αυτή δε μπορούσε άλλο. Ήτανε εξήντα χρόνια που έχανε, και όλες οι ομάδες την κοροϊδεύανε.
Εγώ με θεωρώ ένα τυχερό κορίτσι, γιατί όταν γεννήθηκα, περάσανε μόνο εννιά χρόνια και η Νάπολι πήρε το πρωτάθλημα, αλλά ο μπαμπάς μου είπε ότι ένας φίλος του που ήτανε πενηνταεννιά χρονώ, περίμενε πενηνταεννιά χρόνια για να πάρει η Νάπολι το πρωτάθλημα, και μετά πέθανε, και η Νάπολι το χρόνο μετά πήρε το πρωτάθλημα, και αυτός είναι ένας άτυχος άνθρωπος. Στο στενό μου όλοι πετάξανε βαρελότα, εμείς πετάξαμε από το μπαλκόνι τις παλιές καρέκλες και κάναμε να φύγει από το κλουβί ο παπαβάλος που πέθαινε, για να τον λεφτερώσουμε πριν πεθάνει. Αν ο παπαβάλος δεν πεθάνει, σ΄ αυτόνα το πρωτάθλημα της Νάπολι του έδωσε τη λεφτεριά.
Μπαλάντα του απερχόμενου ντριπλέρ του καιρού τούτου
Και θα έκλεινα με το σπαραχτικό ποίημα του αδικοχαμένου ποιητή Ηλία Λάγιου.
Στη δίψα μου ονειρεύομαι τον Ντιέγκο,
νεροσυρμή στην εσχατιά του πόνου
με τον Μακρή, τη Νοταρά, τον Βέγγο.
Ένας χωριάτης, πάνω στου ημιόνου
την πλάτη, με την έλλαμψη του μόνου
Έλληνος, που θα χτίσει Παρθενώνα.
Να θεωρεί με την πίκρα του αυτοκτόνου
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Θολωμένο και γύφτικο το μάτι
το εναρκτήριο λάκτισμα δικό του
σ’ όλα της Γης τα μήκη και τα πλάτη.
Να κουβαλά τα φτωχικά του Νότου
στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του.
Ως τέλειωνε της θλίψης τον αγώνα
τον είδα: είχε κακό το ριζικό του
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Εκεί, στη μακρινότατη Αρτζεντίνα
η οδύνη του είναι η οικεία μας οδύνη
(κάπου στο Μετς, Μουσούρου, στην Αθήνα).
Μ’ απόκαμε η ψυχούλα και της δίνει
παρηγοριά ψυχρή την κοκαΐνη.
Α! στην οθόνη κλίναμε το γόνα,
λέγοντας: ας χαρεί λίγη γαλήνη
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Κυρά της μοναξιάς, μάνα του πλήθους,
κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάνα,
σταμάτα του αναθέματος τους λίθους.
Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα
μέμνησο να ταΐζει στην αλάνα
το περιστέρι, το Ντιέγκο Μαραντόνα.
(Το βιβλίο της Μαριάννας, Ίκαρος, Αθήνα 1993)
“Εφυγε ο ποιητής, αλλά έμεινε η μαγεία της ποιήσεώς του”, έγραφε στο επίμετρο μιας από τις ποιητικές συλλογές του ο Ηλίας Λάγιος, αναφερόμενος στον Γιουγκοσλάβο ποιητή Μιλούτιν Μπόιτς. Το ίδιο ακριβώς μπορούμε να πούμε και για τον ίδιο τον ποιητή, όπως φυσικά και για τον μεγαλύτερο ποιητή των γηπέδων που πέρασε ποτέ…
Αν ήμουν ο Μαραντόνα, θα ζούσα σαν κι αυτόν…