Είναι καλοκαίρι του 1970 και οι παίκτες της Πενιαρόλ, φιναλίστ του Κόπα Λιμπερτδόρες, σουλατσάρουν στα στενά της κουκλίστικης πόλης και βγάζουν φωτογραφίες με φόντο την παλιά πέτρινη γέφυρα, που όμοια της δεν έχουν ξαναδεί. Βρίσκονται ήδη εδώ και βδομάδες περιοδεία στην Ευρώπη και μετά από τις νίκες κόντρα σε ομάδες της Μπουντεσλίγκα, έχουν κερδίσει το δικαίωμα να χαλαρώσουν, πριν το εύκολο απόγευμα που τους περιμένει κόντρα στην άσημη τοπική ομάδα που προφανώς θα κέρδιζαν σε ρυθμούς προπόνησης.
Φευ, τίποτε πιο θεαματικό δεν είχε συνταράξει μέχρι τότε την ήσυχη πόλη: πριν συμπληρωθεί το πρώτο εικοσάλεπτο της «προπόνησης», το σκορ ήταν ήδη 3-1 με τους διαφημισμένους αστέρες από την Ουρουγουάη να παραπαίουν στο τερέν. Τότε στο 37ο λεπτό, ο αρχοντικός φορ των γηπεδούχων πήρε τη μπάλα σχεδόν στο κέντρο του γηπέδου, μοίρασε «σακούλες» σε τέσσερεις αντιπάλους, πέρασε και τον τερματοφύλακα και μπήκε με την μπάλα στα δίχτυα. Αυτό ήταν, οι εμβρόντητοι παίκτες της Πενιαρόλ που δεν ήξεραν από πού τους ήρθε, επιτέθηκαν στους αντιπάλους τους και ξεκίνησε γενική σύρραξη.
Ο δε σκόρερ με το αγέρωχο παράστημα και το λιγομίλητο ύφος, κάθισε παράμερα και παρακολουθούσε σαν τζέντλεμαν, χωρίς να έχει πάρει είδηση τους δύο παίκτες από τον πάγκο της Πενιαρόλ, που ετοιμάζονταν να τον χτυπήσουν πισώπλατα – «Ντούσκο, Ντούσκο πρόσεχε…». Την τελευταία στιγμή επενέβη ένας συμπαίκτης του μαζί με έναν αστυνομικό και τον έσωσαν. Επικρατούσε πανδαιμόνιο. Ο κόσμος μπήκε μες το γήπεδο και η «φιλική» αναμέτρηση δεν τελείωσε ποτέ. Το μεγάλο όμως ποδοσφαιρικό άστρο του Ντούσκο Μπάγεβιτς μόλις είχε ανατείλει στο μικρό γηπεδάκι της Βελέζ Μόσταρ…
Αυτό που δεν θα μπορούσαν να ξέρουν τότε οι παίκτες της Πενιαρόλ, ήταν πως ο μόνος τρόπος για να βγάλεις εκτός παιχνιδιού τον Μπάγεβιτς, ήταν να του βρίσεις όχι τα θεία, αλλά τον… στρατάρχη Τίτο, πρακτική που ανακάλυψαν διάφοροι Έλληνες ευγενείς αντίπαλοι του και του απέφεραν μερικές κόκκινες κάρτες. Γιατί ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, μέγας θιασώτης της ενωμένης Γιογκοσλαβίας, αυτό ήταν κάτι που δεν το ανεχόταν – άλλωστε φορούσε πάντα επάνω του μια καρφίτσα με φωτογραφία του Τίτο και όλοι γνώριζαν πόσο τον λάτρευε.
«Πρίγκηπα του Νερέτβα» τον ονομάζουν ακόμη και σήμερα στην πατρίδα του τη «Γιουγκοσλαβία». Ο Νερέτβα είναι ο ποταμός που διασχίζει τη γενέτειρα του, το Μόσταρ. Και είναι παράξενο σε μια ακραιφνώς (τότε) κομμουνιστική χώρα, όπου οι πρίγκηπες είχαν εξοβελιστεί ακόμη και από τα παιδικά παραμύθια, να ονομάζουν οποιονδήποτε έτσι, πόσο μάλλον έναν ποδοσφαιριστή. Αλλά ο Ντούσαν Μπάγεβιτς με το αγέρωχο παράστημα και την εκτελεστική δεινότητα, καλύτερος παίκτης της μεγάλης εθνικής Γιουγκοσλαβίας ήταν πάντα αγαπητός, όχι μόνο σαν αθλητής, αλλά κυρίως για το ήθος και την ευγένεια του.
Στο κέντρο της Ερζεγοβίνης, σε μια κοιλάδα περιτριγυρισμένη από ψηλά βουνά και σε στρατηγικό σημείο του ποταμού Νερέτβα, το Μόσταρ και η γέφυρα του είχαν ανέκαθεν στρατηγική σημασία για κάθε δυνάστη, από τους Οθωμανούς μέχρι την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Παράλληλα υπήρξε σύμβολο γεφύρωσης της Ανατολής με τη Δύση, όχι μόνο του Χριστιανικού με τον Ισλαμικό κόσμο αλλά και των καθολικών Κροατών με τους ορθόδοξους Σέρβους. Μόσταρ εξάλλου, σημαίνει «αυτός που φυλάει τη γέφυρα».
«Χάθηκαν τα πάντα με τον πόλεμο και δεν εννοώ μόνο περιουσίες και καμένα σπίτια, θλίβομαι περισσότερο για τις μνήμες του πως ζούσαμε τότε που ήμουν νέος, για την χώρα που χάθηκε. Στην οικογένεια μου, συνυπάρχουν και οι τρεις θρησκείες, υπάρχουν Σέρβοι και Μουσουλμάνοι και Κροάτες. Και το κυριότερο δεν είναι που επιζήσαμε όλοι από τον πόλεμο, είναι που δεν χάσαμε το μυαλό μας, την αλληλοκατανόηση, τη λαχτάρα για κοινή ζωή και την γεφύρωση των σχέσεων με όσους ξέραμε.
Ο πόλεμος αλλάζει τους ανθρώπους και κάποιες φιλίες δεν μένουν αλώβητες. Κάποιος που έχασε κάποιον δικό του, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Το παλιό Μόσταρ όμως ήταν μια πολύ ξεχωριστή πόλη, ένα μοναδικό χαρμάνι ανθρώπων και πολιτισμών. Όταν μεσουρανούσαμε με την Βελέζ με την μαγική τριάδα (“BMW” μας έλεγαν) είμασταν αχώριστοι φίλοι με τον Μάριτς (που είναι Μουσουλμάνος) και τον Βλάντιτς που είναι Κροάτης και αυτό το παράδειγμα χαρακτήριζε τις κοινωνικές σχέσεις και τις συμπεριφορές σε ολόκληρη τη Βοσνία.
Η γέφυρα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ίδια με αυτή που καταστράφηκε, δεν είναι καν η ίδια πέτρα … Είναι σαν να έχεις μια νέα κοπέλα που μπορεί να σου θυμίζει εμφανισιακά την παλιά σου αγάπη, αλλά η καρδιά της δεν σε αναγνωρίζει. Εντούτοις είναι καλό που ανακατασκευάστηκε η γέφυρα καθώς και πάλι ενώνει τις δυο όχθες της πόλης.»
Η Γιουγκοσλαβία ήταν ένα μάλλον τεχνητό κράτος που δημιουργήθηκε με τη λήξη του α΄ παγκόσμιου πολέμου και γνώρισε περίοδο ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και σχετικής πολιτικής σταθερότητας μέχρι τη δεκαετία του 1980, υπό την ηγεσία του ισόβιου προέδρου Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Ο Κροάτης Τίτο δεν ήταν μόνο ηγέτης των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών, αλλά και μεγάλη διεθνής στρατιωτικοπολιτική προσωπικότητα που πέτυχε να ενώσει τους Γιουγκοσλάβους. Αλλά αυτό που εγγυήθηκε την ενότητα και τη συνοχή, ήταν η χαρισματική του προσωπικότητα μαζί με την αυταρχικότητα και όχι οι κοινωνικές συνθήκες. Μετά το θάνατό του το 1980 το εξασθενημένο σύστημα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν πλέον ανίκανο να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήρθε σχεδόν νομοτελειακά.
Λίγοι θυμούνται ότι το εναρκτήριο σφύριγμα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, έλαβε χώρα μια Κυριακή απόγευμα πριν 30 χρόνια στο γήπεδο του Ζάγκρεμπ, με την κλωτσιά του Μπόμπαν στο Σέρβο αστυνομικό προκειμένου να απελευθερώσει ένα Κροάτη οπαδό. Το παιχνίδι δεν άρχισε ποτέ, με τους οπαδούς της Ντιναμό και του Αστέρα (υπό την καθοδήγηση του μετέπειτα εγκληματία πολέμου Αρκάν) να συγκρούονται άγρια για 70 λεπτά, στην πρώτη πράξη του Σερβο-Κροατικού πολέμου. Το ποδόσφαιρο μπορεί από τη μια να είναι η «λίνγκουα φράνκα» της εποχής μας, αλλά και πρόσφορο έδαφος για διαδικασίες και μηχανισμούς που εκμεταλλεύτηκαν την οπαδική κουλτούρα για να οδηγήσουν κάποιους θερμόαιμους από τη συμβολική μάχη της κερκίδας στα υπαρκτά χαρακώματα του πολέμου.
Η ιστορία της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, μπορεί να περιγραφεί και ως η εξιστόρηση της ανάπτυξης της βίας στο γιουγκοσλαβικό αθλητισμό μεταξύ των χούλιγκανς του ποδοσφαίρου και δει τη σταδιακή μεταφορά της (στα τέλη της δεκαετίας του ’80) στο πεδίο των εθνοτικών συγκρούσεων και της πολιτικής της “εθνικής μεγαλομανίας” από όπου πέρασε και στα πεδία των μαχών. Εγκάθετοι νοσταλγοί των Τσέτνικ από τη μια & των Ναζιστών Ουστάσι απ’την άλλη, με την αρωγή των επισήμων και των δημοσιογράφων, μόλυναν την οπαδική κουλτούρα (ο Αρκάν ανέλαβε την αρχηγία των οπαδών του Αστέρα με τη βοήθεια των μυστικών υπηρεσιών) για την εξυπηρέτηση των εθνικιστικών επιδιώξεων τους.
Δεν ήταν τυχαίο που η τελευταία προπονητική θητεία του Ντούσαν Μπάγεβιτς ήταν στον πάγκο της Εθνικής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Μπορεί να μοιάζει με κύκνειο άσμα, αλλά παράλληλα φαντάζει και σαν κάτι ακόμη πιο δυνατό από μια «επιστροφή στο σπίτι» – είναι μάλλον φόρος τιμής σε μια χαμένη πατρίδα και ένα παρελθόν αρμονικής συμβίωσης, επίκληση στις ψυχές των αδικοχαμένων και όσων δεν πρόλαβαν να δουν τη γέφυρα ξαναχτισμένη.
Maestro