Θα σας πω μια παλιά ιστορία, μετά σχεδόν από 24 έτη. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα σε Καζίνο. Και ο λόγος δεν ήταν ο πυρετός του τζόγου. Ήταν τα δωρεάν ποτά και φαγητό στα πλαίσια προμόσιον με προβολή του ημιτελικού του Μουντιάλ σε γιγαντο-οθόνη με προτζέκτορα. Τότε, που σαν φοιτητές είχαμε, στην καλύτερη, καμιά ασπρόμαυρη τηλεόραση 20 ιντσών που “έλειπε” από το σκρίνιο κάποιου μικροαστικού σαλονιού της Κυψέλης.
Μια βραδιά στο Καζίνο
Μουντιάλ 1998 και βρίσκομαι στον αστερισμό των τριών “Φ”. Φοιτητής, φαντάρος και φάντασμα, δεδομένου του τετραψήφιου αριθμού ωρών σε σκοπιά δηλαδή. Τουλάχιστον είχα την οξυδέρκεια να έχω αφήσει τέσσερα μαθήματα για το πτυχίο, ώστε να μεταφράζονται στις αντίστοιχες άδειες για εξεταστικές. Βάλτε και την έξτρα μέρα γιατί έπρεπε να ταξιδέψω στην Πάτρα – ψώνιο.
Όχι δεν θα αναλωθώ σε ιστορίες μπλακτζάκ από το Καζίνο του Ρίο την εποχή που μεσουρανούσε ο Τζον Τάραμας. Ούτε για το νούμερο που είχα δει στον ύπνο μου και ως δια μαγείας εμφανίστηκε στην πρώτη μπιλιά μου σε ρουλέτα. Προφανώς ούτε και το πόσο μου πήρε – μετά το χαρτί της απόλυσης – να περάσω εκείνα τα τέσσερα μαθήματα…
Η μνήμη εξάλλου είναι πιο επιλεκτική και από ευειδή θυγατέρα μεγαλογιατρού που μόλις επέστρεψε από τις σπουδές της στο Στάνφορντ – όχι το Στάμφορτντ Μπριτζ, το άλλο που δεσπόζει στην Καλιφόρνια και του αγοράζει μυαλά η Σίλικον Βάλεϊ. Μυαλά που επινόησαν τον virtual κόσμο στον οποίο περιδινόμαστε σήμερα, από το πως φλερτάρουμε, μέχρι το πως παίζουμε στοίχημα.
Κανονικό στοίχημα, αυτό που έχει να κάνει με θεωρία πιθανοτήτων και όχι τη σημερινή εκφυλισμένη εκδοχή του, σαν τιμή μετοχής σε ένα global χρηματιστήριο. Που βέβαια μια χαρά κάνει τη δουλειά της καθώς απώτερος σκοπός της είναι να σε κάνει “cross-selling” (sic) σε εικονικά καζίνο με καλλίπυγες ντίλερ με φωνή (vintage) διαφήμισης γιαουρτιού.
Επιλεκτική μνήμη
Ας μην ξεφύγω τελείως όμως. Αυτό που μου έχει μείνει ανεξίτηλα σαν θύμηση από εκείνη τη βραδιά, δεν είναι τα φώτα και η τύρβη της προσμονής, διανθισμένη με τις άναρθρες κραυγές απεγνωσμένων τζογαδόρων στο τελευταίο αναπήδημα της μπίλιας στη ρουλέτα – αυτό πριν κουρνιάσει στο διπλανό νούμερο από αυτό που έχεις ποντάρει.
Ούτε καν που πηγαίνοντας κάποια στιγμή στις τουαλέτες με τους χρυσοποίκιλτους ρουμπινέδες, έμεινα άγαλμα βλέποντας το κορίτσι που ανομολόγητα αγαπούσα, να φασώνεται με τον καλύτερο μου φίλο, σαν μόλις να είχαν κερδίσει το τζόκερ παραμονή πρωτοχρονιάς στην Times Square.
Δεν ξέρω πως γλύτωσα την κατάρρευση και βρήκα τη δύναμη να κάνω μεταβολή, με σκοπό να μπω στο επόμενο φέρι για Ρίο – Αντίριο, σαν αποσυνάγωγος πρωταγωνιστής ταινίας παραγωγής του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Θυμάμαι όμως σαν και τώρα, πως βγαίνοντας με θολωμένο μάτι και φόρα, την είδα ξαφνικά μπροστά μου.
Μια υπέροχη σαραντάρα… μπαλιά ακριβείας από τον Φρανκ Ντε Μπουρ (αδερφό του… Ρόλαντ Ντε Μπέερ για όσους δεν θυμούνται) να προσγειώνεται σαν μαγνητισμένη στο δεξί πόδι του Ντένις Μπέργκαμπ και στη συνέχεια να αδειάζει σαν χορευτής τον Αγιάλα και να εκτελεί τον Κάρλος Ρόα, στέλνοντας τους “Οράνιε” στα ημιτελικά του Μουντιάλ.
Ένα γκολ αυθεντικό έργο τέχνης, με ένα αριστοτεχνικό τελείωμα του Ντένις Μπέργκαμπ, βγαλμένο θαρρείς από πίνακα του Ρέμπραντ ή του Γιαν Βαν Άικ. Ένα γκολ που άφησε άναυδους, όχι μόνο τους αντιπάλους, αλλά το χειροκρότησαν ακόμη και οι οπαδοί της… Τότεναμ! Πόσο μάλλον ένα κάτωχρο φάντασμα που ήταν έτοιμο να χαθεί στο επόμενο φέρι.
Της Μοίρας το παιχνίδι
Πάντα πίστευα ότι πως τα αγκωνάρια για τη σωτηρία της ψυχής, θα τα έβρισκα στους ελλειπτικούς στίχους του Καρούζου ή τις ταινίες του Μπέργκμαν. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι τελικά θα την έβρισκα στο ριπλέι ενός γκολ του Ντένις Μπέργκαμπ, σε μια γιγαντο-οθόνη στο Καζίνο του Ρίο.
Πανηγύρισα έξαλλα και με το σφύριγμα της λήξης, παρακολούθησαν τον εαυτό μου σαν έξω από το σώμα μου, να ποντάρει όλα του τα οδοιπορικά στο νούμερο του αγαπημένου μου παίκτη. Το νούμερο 7 του Οσβάλντο Αρντίλες. Ίσως παρέλειψα να αναφέρω πως από την εποχή του Αρντίλες και του Βίγια, υπήρξα αμετανόητος οπαδός της Τότεναμ…
Βγήκα έξω στην υγρασία της καλοκαιρινής νύχτας, κάθιδρος και 35 φορές πιο πλούσιος. Περπάτησα μέχρι το πιο κοντινό εφημερεύον σαντουιτσάδικο στην παραλία. Διπλό τυρί, μπέικον, μανιτάρια και ένα τζέιμσον με δύο πάγους. Και κέρασε ότι θέλουν τα παιδιά.
Τα παιδιά της νύχτας που λίγο πριν, παρακολουθούσαν τον εαυτό τους, σαν έξω από το σώμα τους να κάνει περίπου το ίδιο. Αλλά φευ, μετά από λίγες περιστροφές, αποδείχθηκε πως δεν είχαν προστάτη Άγιο ούτε τον Μπέργκαμπ, ούτε τον Αρντίλες.
Στα παραμορφωμένα ηχεία ενός φορητού κασετοφώνου άρχισε να παίζει σε ελαφρώς χαμηλότερες στροφές – ίσα για να αναδεικνύεται καλύτερα η τσαλκάντζα της φωνής του “τραγουδιστή του έρωτα”, ένα εμβληματικό τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα.
Καθισμένος στο απέναντι παγκάκι,
Σαββατόβραδο μπροστά στην εκκλησιά,
βλέπω εκείνη που αγαπούσα
γελαστή κι ασπροφορούσα
ν’ ανεβαίνει μ’ έναν άλλον τα σκαλιά
Θέλει η μοίρα το φινάλε της να παίξει
και το παίζει μες στα μάτια μου μπροστά.
Και της εκκλησιάς τον κήπο έχει διαλέξει
για να γίνει το παιχνίδι της σωστά
– “Δεν μας χέζεις ρε… Νταλάρα“, ακούστηκε η τραχιά φωνή του στραβοκάνη σαντουιτσά που κατέστρεψε τη μυσταγωγία -σαν παρέμβαση του VAR σε ανάποδο ψαλίδι γιατί πετούσαν δύο τρίχες στην χωρίστρα του επιθετικού…
“Θέλει η μοίρα το φινάλε της να παίξει και οι κοχόνες μας κουνιούνται. Τι μούτρα είναι αυτά ρε – πως είστε έτσι; Λες και χάσατε μια περιουσία στο καζίνο ή σας παράτησε η γυναίκα της ζωής σας.
Έκλεισε ταμείο, κατέβασε τα ρολά και μας έσπρωξε απαλά έξω χαιρετώντας μας: “Το μυαλό είναι ο στόχος και το αφήνετε να περιδινίζεται στα σκατά. Αυτή η νύχτα μένει μάγκες, αδράξτε την…”
Σάλταρα στο τελευταίο φέρι την ώρα που ανέβαινε η ράμπα για τα αυτοκίνητα. Κάνοντας σλάλομ ανάμεσα σε φορτηγά και τροχοφόρα, νόμισα πως άκουσα μια γνώριμη γυναικεία φωνή που ντούμπλαρε με στόμφο ένα αγαπημένο σκοπό – ή μήπως το ανάποδο;
Δεν πειραζει που δε σου ‘ρθε η ζαρια
Τζογαρισες στο ονειρο κι εισαι ετοιμος για ολα
Το λεει κι ενα τραγουδι που μας μαθαιναν παλια
Ο χαμενος τα παιρνει ολα
Το κορίτσι μέσα στο κίτρινο ντεσεβό στη σειρά δεξιά μου, χαμογέλασε αυτάρεσκα: “Μα που εξαφανίστηκες έτσι ξαφνικά. Σε ψάχνω από την ώρα που μπήκε εκείνο το γκολ του… Μπέργκμαν! Δεν έρχεσαι μέσα να περάσουμε μαζί απέναντι;”
Μη γκρινιαζεις που δε σου ‘ρθε η ζαρια
Τζογαρησες στο ονειρο κι εισαι ετοιμος για ολα
Το λεει κι ενα τραγουδι που μας μαθαιναν παλια.
Ο χαμενος τα παιρνει ολα…
ΥΓ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική