Έχει αρχίσει ξανά να σκοτεινιάζει νωρίς στο Σαντβίκεν, μια άχαρη κωμόπολη, 190 χιλιόμετρα βόρεια απ’ τη Στοκχόλμη. Φυσικά όταν λέμε νωρίς, αρχές Σεπτέμβρη στη Σουηδία, εννοούμε κατά τις 8 το βράδυ, έχουν σωθεί δηλαδή πια οι ατέλειωτες μέρες που ακόμη και στις δύο το πρωί έχει φως.
Δεν έχουν παροιμίες του στιλ “κάθε κατεργάρης στον πάγκο του” στον Σκανδιναβικό βορρά, ούτε φυσικά στίχους του στιλ “με την πρώτη σταγόνα της βροχής / σκοτώθηκε το καλοκαίρι”… Όταν οι μέρες μικραίνουν, όλοι ετοιμάζονται συνειδητά για το σκοτάδι του χειμώνα που είναι πιο δριμύ από το κρύο.
Βγαίνουν ακόμη βόλτες και πίνουν μπύρες δίπλα στη θάλασσα, αλλά με έναν τρόπο πια μηχανικό, στραγγισμένο από συναίσθημα, σαν δυο γέρους που μοιράζονται το ίδιο παγκάκι, αλλά ο καθένας μένει απορροφημένος στους φόβους του και κυρίως τα γινάτια για όσα δεν πρόλαβε. Τέτοια εποχή λένε πως σκιαγραφούσε ο Μπέργκμαν τις ταινίες του και ο Ύψεν τα θεατρικά του σκαριφήματα.
Η ζωή πάλι στο Σαντβίκεν ήταν πάντα πιο απλή από το εκτόπισμα τραγικών ηρώων και κινηματογραφικών χαρακτήρων. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι δούλευαν για λογαριασμό της βιομηχανίας ατσαλιού και χάλυβα Σάντβικ και δεν είχαν χρόνο για υπαρξιακά ερωτήματα και περιττούς προβληματισμούς.
Όταν έπιανε επιτέλους το πρώτο χιόνι και η αντανάκλαση στο λευκό αβγάτιζε το λιγοστό φως, οι εργάτες έπαιζαν χόκεϊ και είχαν κάτι για να “σκοτώνονται” κυριολεκτικά και μεταφορικά και μετά τη δουλειά. Τα καλοκαίρια πάλι είχαν το ποδόσφαιρο. Το στάδιο πάντα ήταν γεμάτο και η ομάδα της πόλης το καμάρι της περιοχή και το εργοστάσιο: μόνιμα στην Α΄ Εθνική κατηγορία και μόνιμα κακό σπυρί για τους μεγάλους, ειδικά εντός έδρας.
Το στάδιο εξάλλου είχε βαφτιστεί Jernvallen που ούτε λίγο, ούτε πολύ σημαίνει το “Σιδερένιο Γήπεδο”, τα δε παρατσούκλια της ομάδας, εξίσου εύγλωττα: Järngänget και Stålmännen – οι “σιδερένιοι άνθρωποι”, “άνθρωποι από ατσάλι” κοκ. Το Stålmännen επίσης, είχε επίσης διττή σημασία, καθώς αποτελεί τη σουηδική μετάφραση του Σούπερμαν.
Τον δε Ιούνιο του 1958, το στάδιο και ολόκληρη η μικρή πόλη είχε γνωρίσει ανεπανάληπτες στιγμές. Γιατί το Σαντβίκεν στο Μουντιάλ του 1958, φιλοξένησε δύο παιχνίδια της μεγάλης Εθνικής Ουγγαρίας: το 1-1 της πρεμιέρας με την Ουαλία και το 4-0 επί του Μεξικού, όπου οι Σάντορ, Χιντεγκούτι, Μπόζιτς, Σάροζι και η παρέα τους, τους χάρισαν μια ανεπανάληπτη “σάγκα” για να τους ζεσταίνει στόμα με στόμα και γενιά με γενιά, για πολλούς χειμώνες
Τα χρόνια περάσαν, η βιομηχανία μετά τον πόλεμο πέρασε σε κρίση και κάθε καλοκαίρι και χειμώνας γινόταν και πιο δύσκολος, τόσο για τους κατοίκους, όσο και φυσικά για την ομάδα της πόλης. Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και τα 90s, η Σαντβίκεν ήταν μια καλή ομάδα Β΄ Εθνικής, αλλά έκτοτε βολοδέρνει σε ακόμη μικρότερες κατηγορίες.
Φέτος όμως το Φθινόπωρο μοιάζει πιο φωτεινό από συνήθως και οι μέρες σαν να κρατάνε λίγο περισσότερο σε διάρκεια. Ίσως να παίζει κάποιο μικρό ρόλο που η Σαντβίκεν βρίσκεται στη 2η θέση και με απόρθητο φρούριο το “σιδερένιο γήπεδο” (σκοράρει 2,7 γκολ μ.ο. εντός) δείχνει μισό κλικ πριν την επιστροφή της στη Β΄ Εθνική.
Και όσο κι αν φαντάζει μεταφυσικό, ακόμη και οι γέροι που μοιράζονταν για χρόνια εκείνο το παγκάκι με δυο μέτρα απόσταση και σαν να ‘χαν πιει το “αμίλητο νερό”, κάποιος τους είδε αγκαλιασμένους να συζητάνε ζωηρά:
– Λες να μας αξιώσει ο Θεός να προλάβουμε να ξαναδούμε την ομάδα και στην Α΄ Εθνική;
– Για την Α΄ Εθνική δεν ξέρω, αλλά αυτούς τους φλώρους από το Σίριους, σήμερα θα τους αποκλείσουμε στο κύπελλο στα σίγουρα. Σιγά την ομάδα και σιγά τη φανέλα, εμείς είμαστε Stålmännen…