','

' ); } ?>

Τελωνοφύλακες στο Τσίλι

Ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, δεν μιλούσε πολύ, ούτε δεχόταν να βγει στο τηλέφωνο για συνεντεύξεις. Άλλωστε σχεδόν όλη τη ζωή του την πέρασε σε μπάρκα και προτιμούσε την άβολη κουκέτα στην χαμηλοτάβανη καμπίνα του με το λερωμένο λαβομάνο και τα σκόρπια τσιγάρα, παρά την άνεση ενός ήρεμου ύπνου σε ένα σίγουρο κρεββάτι στη στεριά με αχνιστό καφέ στο κομοδίνο.

“Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το `καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια…”

Στα 19 του μπάρκαρε με φορτηγό και δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, μέχρι το τέλος, για γεμάτα 46 χρόνια. Προτιμούσε τη σιγουριά της θάλασσας όπως έλεγε την οποία ποτέ δεν την φοβήθηκε. Εξάλλου το να πνιγείς στη θάλασσα είναι απολύτως φυσικό. Το να πνίγεσαι όμως κάθε μέρα στη στεριά από μια μπαμπέσικη καθημερινότητα που δεν σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα και ανεκπλήρωτα όνειρα ή πόθους δεν το χωράει ο νους.

Καμιά φορά σκέφτομαι, τι θα έκανε ο Καββαδίας σε εκείνη την τόσο διαφορετική και ανέξοδη εποχή, χωρίς παγκοσμιοποίηση, ίντερνετ, social media και επίπλαστες ανάγκες, τι θα έκανε αυτός ο ιδανικός κι ανάξιος εραστής όταν θα έπιανε λιμάνι, στα πέρατα του κόσμου, από τη Μπούρμα ή τη Μπατάβια, μέχρι το Τσίλι και τα νησιά Λοφούτεν.

Στο ένα του μπράτσο τατουάζ μια γοργόνα, στο άλλο ένα φανάρι-Hotel. Από ‘κείνα τα φανάρια που ξαγρυπνάνε στα λιμάνια με κόκκινο φως. Να ‘ναι τούτη η στερνή γυναίκα που πέφτω μαζί της; Πόσοι τόχουνε φοβηθεί…

Πιθανόν να είναι μισομεθυσμένος και να ατενίζει το τρεμούλιασμα των φάρων ή μια φωτιά στο λιμάνι, κρατώντας στα χέρια του ένα μισοσκισμένο χαρτί με δυο στίχους – ή μήπως ένα στραπατσαρισμένο πακέτο τσιγάρα που χώρεσε ολόκληρο το “πούσι”;

Θα στο πω αυθαίρετα και χύμα, στο άλλο χέρι θα κρατούσε μισοτσαλακωμένο το χαρτί από ένα μπουκάδικο που θα γράφει Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε διπλό στο 3,50 και Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα άσσο. Μη με ρωτάς πως και γιατί, μη με κοιτάς, είναι λίγο ότι έχεις καταλάβει τόσα χρόνια.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές / Που να ξοδευτήκαν τόνοι χίλιοι
Μας προσμένουν πίπες αδειανές / Και τελωνοφύλακες στο Τσίλι