Río Manzanares, déjame pasar,
que mi madre enferma me mandó llamar.
Ο ήχος του παλιού λατινοαμερικάνικου τραγουδιού ακουγόταν τόσο στριγκός απ’ το μισοκατεστραμμένο χωνί του ξύλινου γραμμοφώνου που δύσκολα το αναγνώριζες. Ο γέρος ινδιάνος συνέχισε να γυρίζει σταθερά τη μανιβέλα και φαινόταν χαμένος στο διάστημα ή περίπου – η έρημος του Μεξικού δεν πρέπει να διαφέρει και πολύ…
Ποταμέ Μανζανάρες, άφησε με να περάσω
Την χαροκαμένη μάνα μου, πριν σβήσει να προφτάσω
Σε ένα σκαμμένο λάκκο, ανάχωμα στον άνεμο που μαστιγώνει με άμμο, με μόνο αποκούμπι το μεξικάνικο καπέλο του και έναν λιωμένο δίσκο, ο γέρος έμοιαζε προαιώνια σημαδούρα του ορίζοντα, σαν ύφαλος κάτω απ’ τον ήλιο του αιγαίου. Φυσικά ούτε λόγος να δώσει σημασία στον ξένο που όταν είδε ένα καπέλο να εξέχει στην άμμο στη μέση του πουθενά, έσπευσε να σταματήσει το τζιπ του και για κάμποση ώρα στεκόταν αντίκρυ – «Μα γέροντα, εδώ δεν υπάρχει κανένα ποτάμι…»
Μανζανάρες, Μανζανάρες με τα ορμητικά νερά
Τη ζωή μου παρασύρει καραβοκύρισα κυρά
Ο γέρος άφησε λίγο ακόμη τον καυτό χρόνο να βερνικώσει με ιδρώτα το μέτωπο του ξένου πριν σπάσει την σιωπή του.
«Γιε μου, εγώ είμαι το ποτάμι και δεν μπορώ να περάσω τον εαυτό μου».
Δεν αλλάζει τίποτα αν είσαι γέρος ή ξένος, ονειρευτής ή απελάτης – αν αναστοχάζεσαι μπροστά στον ποταμό Μανζανάρες ή στη ρεματιά του Χαλανδρίου.
Γιατί δεν υπάρχει χρονικό ορόσημο, ούτε στάνταρ τόπος που περιπλέκονται οι ιστορίες μας. Ο καθένας βρίσκεται μπρος το δικό του ποτάμι. Το αν και πότε θα βρει τη φόρα και τις δρασκελιές, είναι δικός του λογαριασμός.
Είθε να αξιωθούμε να δρασκελίσουμε τα ποτάμια μέσα μας και να πάψουμε να ξεσυνοριζόμαστε όσους και ότι μας τραβά στα ρηχά. Καλή χρονιά σε όλους, με υγεία και ευγνωμοσύνη!
ΥΓ. Για το άλλο σπορ, το χέρι έχει πετρώσει και οι γραμμές δεν βρίσκουν τον δρόμο τους. Για στοίχημα θα ξαναμιλήσουμε όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου…