Το να αποπειραθείς να εξηγήσεις, πόσο οξυγώνια και περιορισμένη ήταν η βεντάλια των προσλαμβανουσών παραστάσεων όσων αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κάπου στα 80s, φαντάζει από ανώφελο έως υποχόνδριο.
Μόλις δυο κρατικά κανάλια ραδιοτηλεόρασης, σιδηρούν παραπέτασμα, μια συναυλία στα πέντε χρόνια και μια ώρα αγγλικό ποδόσφαιρο την εβδομάδα – κι αυτό σε “κονσέρβα”…
Ίσως πάλι γι’ αυτό, τα σημεία αναφοράς μας σαν γενιά, να είναι μεν λίγα, αλλά βαθιά πακτωμένα στη μνήμη, σαν τσιμεντένια κολώνα της ΔΕΗ σε αυθαίρετο στον αιγιαλό: σαν το σημαιάκι από νάιλον σε προεκλογική συγκέντρωση την ώρα που το φέρι μποτ φέρνει τον Ανδρέα στην προβλήτα της Πάτρας…
Σαν την ορφάνια μετά τον εξοστρακισμό του Μαύρου (του Θεού) από την ΑΕΚ με τα Παιδιά από την Πάτρα να σιγοντάρουν «γειά σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι» από τη μία και να μπερδεύονται γλυκά στα βραχέα κύματα με τον Γουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί, που ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μας μιλούσε, σε τούτο το σταυροδρόμι που μας κλήρωσε να μεγαλώσουμε.
Μάθε γιατί είμαι ερωτευμένος
Υπάρχει μια σύμφυτη τάση όσο μεγαλώνεις να εξωραΐζεις το παρελθόν, με την αναπόληση να λειτουργεί προφανώς σαν “placebo”, μια ανέξοδη άμυνα του οργανισμού στην φθορά που έχει αρχίσει σφίγγει τον κλοιό της. Από αθλητικής σκοπιάς όμως, δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία.
Όσοι είχαμε την τύχη να μυηθούμε στα μυστικά της μπάλας την δεκαετία του ’80, ακόμη και οι πιο παλιοί, είμασταν τυχεροί όσο δεν πάει. Για τον απλούστατο λόγο ότι είχαμε την ευλογία να μας αγγίξει, κυριολεκτικά, το χέρι του Θεού.
«Μάνα, η καρδιά μου πάει να σπάσει/ Μάνα, δεν ξέρεις γιατί;
Μάθε γιατί είμαι ερωτευμένος/ Είδα τον Μαραντόνα
Είδα τον Μαραντόνα»
Γιατί αυτό που συνέβη με την Αργεντινή στο Μουντιάλ του 1986 και ακόμη περισσότερο με την Νάπολι στο «σκουντέτο» του 1987 και την «Αλμπισελέστε» στο Μουντιάλ του 1990, όχι μόνο κατέλυσε όλους τους νόμους και κάθε έννοια ποδοσφαιρικής βαρύτητας, αλλά ξεπέρασε τα σύνορα του φαντασιακού και συνέτριψε σύμπασα τα θεωρητικά πλαίσια συγκρούσεων και της ανθρώπινης λογικής στο σύνολο της.
Θεϊκή Παρέμβαση
Επειδή το να κερδίσει ένας, ουσιαστικά μόνος του, όχι μία αναμέτρηση, αλλά έναν «μαραθώνιο» 30 αγωνιστικών, σε ένα φουλ ομαδικό άθλημα και με βαθιές κοινωνικοπολιτικές απολήξεις, μπορεί να γίνει μόνο με θεϊκή παρέμβαση.
Μα το έκανε και ο Γκάλης το 1987 θα μου πείτε, με ειδοποιό όμως διαφορά ότι το έκανε σε ένα άθλημα που παίζουν πέντε εναντίον πέντε, εντός παιδιάς και όχι σε μια πολεμική χορογραφία που παρατάσσονται έντεκα εναντίον έντεκα σε ανοιχτό χώρο.
Όταν αυτός έβαζε γκολ, οι ανάπηροι κουνούσανε τις γάμπες τους στα καροτσάκια τους και, για μια στιγμή τους φαινότανε ότι τρέχανε στο χορτάρι. Και αυτό είναι σχεδόν θαύμα…
Από έκθεση μαθητή δημοτικού σχολείου του Αρζάνο για τον Μαραντόνα
Αυτό που είναι πραγματικά μαγικό με το ποδόσφαιρο, δεν είναι το αμιγώς αθλητικό του στοιχείο, αλλά η εγγενής συνύφανση του ποδοσφαιρικού θεάματος με το ιστορικοπολιτικό (λέγε με «χέρι του Θεού» μετά τα Φώκλαντ), κοινωνιολογικό (λέγε με «φτωχοδιάβολο» που φυτοζωεί στη Νάπολη), δραματικό και ψυχολογικό του υπόβαθρο.
Γιατί αν παρατηρήσεις λίγο έξω από τις γραμμές του αγωνιστικού χώρου, την εξέδρα, την πόλη, το μωσαϊκό των ανθρώπων που αλληλοεπιδρούν μπροστά στις τηλεοράσεις τους (ή/και τα social media), θα συνειδητοποιήσεις ότι το ποδόσφαιρο περιέχει τα πάντα, είναι η ίδια η ζωή: Διαθέτει την δραματική, λογοτεχνική, ψυχολογική, αισθητική, ψυχική και ανθρώπινη διάστασή της. Είναι το κατεξοχήν υλικό με το οποίο σμιλεύονται οι πιο ανθρωποκεντρικές ιστορίες.
Terroni και polentoni
Σήμερα, οι δρόμοι και τα μαγαζιά της Νάπολης, ακόμη και 30 χρόνια μετά, βρίθουν αναφορών στον Μαραντόνα και τα τραγούδια των οπαδών παραμένουν αναλλοίωτα – όσες δεκαετίες κι αν περάσουν, η σκιά του Ντιέγκο θα πλανάται παντού, από τις φτωχογειτονιές, μέχρι τους σάπιος ντόκους και τις φωτιές στο λιμάνι, με αποκορύφωμα τον περίφημο ημιτελικό του «Italia 90», όταν μια ολόκληρη πόλη «αλλαξοπίστησε», γιουχάροντας ακόμη και τον ίδιο, τον ιταλικό εθνικό ύμνο, για χάρη Εκείνου.
Στο πρώτο παιχνίδι της στο Μουντιάλ του 1990 η Αργεντινή είχε αντιμετωπίσει το Καμερούν στο Μιλάνο και οι θαμώνες του Σαν Σίρο της είχαν επιφυλάξει εφιαλτική υποδοχή, με γιουχάρισμα από την ανάκρουση του εθνικού ύμνου μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Το τι εστί Μαραντόνα, συνοψίζεται στις δηλώσεις του μετά τη λήξη: «Είμαι ευχαριστημένος παρά την ήττα, γιατί σήμερα ανακάλυψα ότι οι Μιλανέζοι σταμάτησαν να είναι ρατσιστές, καθώς απόψε, για πρώτη φορά στα χρονικά, υποστήριξαν και επευφήμησαν Αφρικανούς»
«Ζητάνε από τους Ναπολιτάνους να γίνουν Ιταλοί για μια νύχτα, ενώ τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου, τους αποκαλούν terroni και polentoni», ήτοι μια υποτιμητική έκφραση που χρησιμοποιούν οι Ιταλοί από την Ρώμη και πάνω, για τους κατοίκους του Νότου που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει τεμπέλης, βρώμικος και άξεστος, αυτός που τρέφεται με «πολέντα», ένα χυλό καλαμποκάλευρου με νερό ή γάλα, πολύ διαδεδομένο στους φτωχικούς πληθυσμούς του Νότου.
Δεν βγαίνουν όλα τα ποτάμια στη θάλασσα
Από τότε βέβαια εκτυλίχθηκαν πολλά επεισόδια σε μια πολυτάραχη ζωή με τρομερές διακυμάνσεις, και τον ίδιο να κάνει ότι μπορεί (καταχρήσεις, μαφία, καταδίκες, αμετροέπεια), για να απομυθοποιήσει βάναυσα την εικόνα του. Ο σκηνοθέτης Ασίφ Καπάντια που ολοκλήρωσε την τριλογία ντοκιμαντέρ που ξεκίνησε με το “Senna” και το “Amy” (Winehouse) με την ιστορία του «Ντιέγκο Μαραντόνα: Επαναστάτης. Ήρωας. Επιτήδειος. Θεός», είναι διαφωτιστικός:
«Ο Μαραντόνα είναι μια βιβλική μορφή, τρομερή προσωπικότητα, συνάμα δραματικός, τραγικός, κωμικός και επικός, είναι το όνειρο του κάθε σκηνοθέτη. Πέρασα πολύ χρόνο μαζί του, γνώρισα την οικογένεια του, τους παιδικούς του φίλους, τις πρώην του. Ο ίδιος ήταν γοητευτικά χειμαρώδης, αλλά παράλληλα έψαχνε να σε μανιπουλάρει. Ο Κοστουρίτσα πάσχισε να δώσει μια εξωραϊσμένη εικόνα του Ντιέγκο, όμως στην πράξη δεν υπάρχει μέση οδός».
Δεν υπάρχει μέση οδός φίλε, απλούστατα γιατί δεν βγαίνουν όλα τα ποτάμια στη θάλασσα, κάποια χάνονται στην έρημο. Η ομορφιά τους είναι περήφανη και σκληρή, έτσι όπως δεν καταδέχονται ο θάνατος να μοιάζει με συνέχεια. Διαβάζω πως «η νύχτα έγινε μέρα» χθες, στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, της Νάπολης και παντού, με την λάβα της οδύνης και τα καυτά δάκρυα του επιτάφιου θρήνου να κάνουν ακόμη και τον Βεζούβιο, να στέκει αμήχανος και βουβός, σαν βασιλιάς που αφουγκράζεται το μοιρολόι του χορού σε αρχαίο δράμα…
«Κάτω απ’ το ηφαίστειο, πέτρωσα σαν τη λάβα
Δεν έχω μέλλον, ούτε παρελθόν
Μου τέλειωσε και το Μεσκάλ από την κάβα
Και είναι η κάθε μου μέρα, μέρα των νεκρών»