','

' ); } ?>

Γιώργος Παρασκευάς: Με σερβιέτες για σημαιούλες του κόρνερ…

Όλος αυτός ο χαβαλές με τον Γάλλο παπά και όχι μόνον, που είχε ως αποτέλεσμα να γίνει το βιβλίο The Holy Blood and the Holy Grail (1982) ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μακράν μεγαλύτερο, μπεστέλερ στην κατηγορία των «περίεργων», είχε αρχίσει το 1969. ΣΗΜ. Χριστούγεννα έχουμε, τι καλύτερο από μια παλιά ιστορία από την πένα του αείμνηστου Γιώργου Παρασκευά;

13 oλόκληρα χρόνια πριν την κυκλοφορία του βιβλίου που είμαι σίγουρος ότι έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Μόνο που αν (μάλλον… όταν!) το αγοράσετε, βάλτε το σε καμιά σακούλα, όπως βάζανε την «Αυγή» του πάλαι ποτέ, διότι δεν είναι ένα από τα «φαβορί» βιβλία του ιερατείου, δυτικού τε και ανατολικού!

Τέλος πάντων, ένας από τους τρεις συγγραφείς, ο «αρχηγός», ονόματι Χένρι Λίνκολν, ήταν φανατικός Γαλλόφιλος με μεγάλο ενδιαφέρον για τη γλώσσα, την κουλτούρα και την ιστορία της Γαλλίας. Περίεργο αυτό, διότι γενικά οι Εγγλέζοι δεν τους πάνε τους Γάλλους. Τους λένε frogs (βατράχους!) διότι έχουν τα βατραχοπόδαρα για μεγάλη λιχουδιά.

Βέβαια, δεν μας είπανε πώς αποκαλούν οι Γάλλοι τους Εγγλέζους, που έχουν σαν λιχουδιά ξυδάτο χέλι σε ζελέ, συνήθως συνοδευόμενο από λίτρα μπύρας με τα ρεψίματα ν’ ακούγονται στον αστερισμό της Ανδρομέδας, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Γενικά μόνο ένα γαλλικό πράμα πάνε οι Εγγλέζοι και αυτό είναι το κρασί. Μάλιστα θα έλεγα ότι οι ασπρουλιάρηδες εκτιμούν τα κρασιά του Μπορντό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι Γάλλοι και ίσως τα ξέρουν πολύ καλύτερα. Οι Εγγλέζοι εκτιμούν το (γλυκό επιδόρπιο) κρασί Πόρτο περισσότερο από τους Πορτογάλους, το ουίσκι περισσότερο από τους Σκωτσέζους και τη μπύρα Λέβενμπραου περισσότερο από τους Γερμανούς, αλλά ας το αφήσουμε αυτό, μη παραστρατήσουμε πάλι κι αρχίσουμε τις παρενθέσεις…

Από μικρό παιδί ο Λίνκολν, που έκανε εξαιρετικά προγράμματα για το Μπι-Μπι-Σι, ήταν μέχρι τα μπούνια μέσα στην Αιγυπτολογία, στα αρχαία μυστήρια και όλα τα συναφή. Με λίγα λόγια ήταν ένας «περίεργος». Διαβασμένος περίεργος, όμως, και άρτια καταρτισμένος. Ήταν συγγραφέας από τα 27 του χρόνια και, εκτός από τα προγράμματα που είχε κάνει για το Μπι-Μπι-Σι, κυρίως για τη σειρά Chronicle (Χρονικό), είχε γράψει πάνω από 100 σενάρια και επίσης αρκετή ποίηση.

Μια και ήταν Γαλλόφιλος, λοιπόν, ήταν φυσικό να του αρέσουν οι διακοπές στη Γαλλία. Το 1969 πήγε στη Σεβέν. Περιμένοντας το τραίνο, αγόρασε από το κιόσκι του σιδηροδρομικού σταθμού ένα βιβλίο για να περάσει την ώρα του στο ταξίδι. Το μαντέψατε, έρχεται μια παρένθεση, συγγνώμη αλλά δεν μπορώ ν’ αντισταθώ!

Και στην Ελλάδα το κάνουν αυτό. Μόνο που στο σταθμό Λαρίσης, αντί ν’ αγοράζουν βιβλία, συνήθως αγοράζουν έντυπα για το στοίχημα. Εκεί, λοιπόν, που η οικογένεια περιμένει στωικά το τραίνο στην πλατφόρμα, ο σύζυγος διαβάζει το έντυπο και «κόβει» τρία άχαστα. Σκέφτεται, λοιπόν: «Έχω πάνω μου πεντακόσια Ευρώ.

Δεν είναι αρκετά για τις διακοπές, για να περάσω σαν πασάς. Και μόλις επιστρέψω θα με περιμένουν οι δόσεις τριών πιστωτικών καρτών, η πρώτη από τις 60 άτοκες δόσεις για το Ρενώ Κλιό που είχα πάρει το 2001 και κάτι άλλα ψιλά. Έχουμε και λέμε: 1,40, 1,55 και 1,30 μας κάνουν 2,8 φορές τη μίζα. Αν βάλω κι αυτό το 1,10, θα πάρω τρεις φορές τα λεφτά μου και θα είμαι κύριος». Οπότε γυρίζει στη συμβία και λέει:

«Γλύκα, θα πεταχτώ μέχρι το φαρμακείο να πάρω δυο ντραμαμίνες, μήπως ζαλιστούν τα μωρά κι
αρχίσουμε τις διακοπές μας με ξερατά σε ξένο τραίνο».
Η συμβία απαντάει:
«Αχ, καλέ, καλά που μου το θύμησες! Έχω αφήσει τα ταμπόν έξω από τη βαλίτσα, πάρε μου ένα
μεγάλο πακέτο των πενήντα».
Ο σύζυγος την κοιτάζει άναυδος, με ένα βλέμμα που λέει:
«Όχι, μωρή παλάβω, όχι ρε γαμώτο, μη μου αρχίσεις τα ταμπόν και τις σερβιέτες την πρώτη μέρα των
διακοπών».
Η συμβία πιάνει το πνεύμα από το βλέμμα και λέει:
«Θυμάσαι εκείνες τις καθυστερήσεις τον Μάη και τον Ιούνιο, που χεστήκαμε και οι δυο μήπως ήμουν
σε ενδιαφέρουσα πάλι; Ε, δεν ήμουνα, αλλά μου χάλασε ο κύκλος. Δεν ήταν από το χέρι μου να πω…
μή μου τους κύκλους τάραττε. Δεν πειράζει γλύκα μου, το ξέρεις ότι άμα έχω κέφια είσαι το
γλειφιτζούρι μου» και του κλείνει το μάτι πονηρά!

Περίεργο το πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας μέρας των διακοπών! Η
πρώτη μέρα είναι σκέτη γλύκα, γεμάτη υποσχέσεις για δεύτερο μήνα του μέλιτος, ανεξαρτήτως…
κοιλότητος, ενώ η τελευταία είναι γεμάτη Χριστοπαναγίες, γαμωμανάδες και καυγάδες κυρίως για το
ποιος θα κλείσει τη βαλίτσα, ενώ ο άλλος θα πίνει το αποχαιρετιστήριο φραπέ.

Να μη τα πολυλογούμε, τρέχει ο σύζυγος στο μπουκάδικο και σπρώχνει τα 250 από τα 500 Ευρώ, διότι είναι χέστης και θρασύδειλος! Στο ημίχρονο το άχαστο του 1,10 χάνει 0-3, ενώ τα άλλα είναι στο Χι, οπότε πέφτει άλλο ένα παρολί. Μέχρι να τελειώσει και το τελευταίο ματς, το τραίνο είναι στην Κατερίνη και η συμβία και τα μωρά στο σπίτι, με τη συμβία να μιλάει με τη μάνα της στην Πρέβεζα στο τηλέφωνο, να κλαίει και να οδύρεται και να λέει ότι ελπίζει να τη δει τα Χριστούγεννα (του 2006), ενώ τα μωρά παίζουν ποδόσφαιρο στην κουζίνα, με ένα πακέτο ταμπόν για μπάλα και δυο σερβιέτες καθημερινής χρήσης για σημαιούλες του κόρνερ. Και ο σύζυγος κάνει υπολογισμούς πόση ώρα θα του πάρει να περπατήσει από το σταθμό Λαρίσης μέχρι το Καλαμάκι και πού να βρει επενδυτή για τα τέσσερα «λίρα εκατό» της επαύριον…

Πραγματικά δεν ξέρω τι μ’ έχει πιάσει τελευταία. Συνεχίζουμε αύριο χωρίς παρενθέσεις, υπόσχομαι. Να θυμάστε ότι μείναμε στο σιδηροδρομικό σταθμό κι ένα γαλλικό βιβλίο που είχε αγοράσει ένας σεσημασμένος περίεργος. Το όνομα του βιβλίου ήταν Le Tresor Maudit, δηλαδή Ο Καταραμένος Θησαυρός. Και αυτό το βιβλίο ήταν μπόσικο, ήταν λες και κάποιος, ή κάποιοι, ήθελαν ν’ αρχίσει μια έρευνα, ένας χαβαλές. Άφηναν αχνάρια, δε γίνεται διαφορετικά. Και πέσανε πάνω στον κατάλληλο ιχνηλάτη! Σαν άχνα από αίμα γκαζέλας στα ρουθούνια μιας τίγρης ήταν για το Χένρι Λίνκολν το κιτάπι…

Γιώργος Παρασκευάς, Σεπτέμβριος 2003